«Εὐαγγελίζου γῆ χαράν μεγάλην, αἰνεῖτε οὐρανοί Θεοῦ τήν δόξαν»!!!

Τέκνα μου ἀπητά καί περιπόθητα!

Ἀνέτειλε καί πάλιν ἡ διπλή ἑορτή τῆς πνευματικῆς καί ἐθνικῆς μας παλλιγενεσίας.

Ὡς Ἐκκλησία ὁμολογοῦμε τόν Χριστό τέλειο Θεό, ἀλλά καί τέλειο ἄνθρωπο. Ἡ ὅλη Θεότητα ἑνώθηκε στό πρόσωπό του μέ τήν ὅλη ἀνθρωπότητα. Κάθε ἰδίωμα καί κάθε ἐνέργεια τῆς καθολικῆς ἀνθρώπινης φύσης ἔχει προσληφθεῖ ἀπό τόν Χριστό, τίποτα τό ἀνθρώπινο δέν ἔμεινε ἔξω ἀπό αὐτή τήν πρόσληψη. Ἡ πρωτοβουλία τῆς πρόσληψης εἶναι ὁπωσδήποτε στόν προσλαμβάνοντα, πού ἐνεργεῖ ἑνικῶς κατά τήν ὑπόσταση καί τριαδικῶς κατά τήν βούληση καί εὐδοκία. Ἀλλά καί τό πρόσλημμα δέν εἶναι παθητικός συντελεστής τῆς πρόσληψης. Σαρκούμενος ὁ Θεός δέν ἐκβιάζει τήν ἀνθρώπινη φύση, δέν χρησιμοποιεῖ τή φύση σάν οὐδέτερο ὑλικό γιά τήν πραγματοποίηση τῆς βουλῆς του. Ἡ ἀνθρώπινη φύση προ­σφέρεται νά προσληφθεῖ ἀπό τόν Θεό μέ μιά ἐλεύθερη προσωπική συγκατάθεση – προσφέρεται ὁλικῶς ἡ φύση καί ἐνεργείται ἐνικῶς ἡ αὐτοπροσφορά της (ἀφοῦ μόνο προσωπικά ἐκφέρεται καί ὑπάρχει ἡ φύση): Εἶναι ἡ συγκατάθεση τῆς Παρθένου Μαρίας, ἡ ἐλεύθερη ἀποδοχή ἀπό μέρους της τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, πού κάνει δυνατή τή συνάντηση τῆς θείας μέ τήν ἀνθρώπινη θέληση στό γεγονός τῆς σάρκωσης τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου. «Ἰδού ἡ δούλη Κυρίου̇ γένοιτο μοι κατά τό ρῆμα σου» (Λουκ. 1,38).

Στά λόγια αὐτά ἐκφράζεται μιά στάση αὐτοπαράδοσης καί αὐτοπροσφορᾶς, ἀποδοχῆς τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ καί ἀπόλυτης ἐμπιστοσύνης στήν ἀγάπη του. Καμιά ἀπαίτηση αὐτονομίας, καμιά διεκδίκηση αὐτοκατοχύρωσης. Ἡ κόρη τῶν προφητειῶν προσφέρεται γι’ αὐτήν τή σύλληψη καί κύηση   μόνο ἀπό ὑπακοή στό Θεό, διαθέτει τήν ὕπαρξή της γιά νά γίνει τό δικό του θέλημα. Ἔτσι ἡ σύλληψη πού συντελεῖται εἶναι ἐλεύθερη ἀπό κάθε φυσική σκοπιμότητα, ἐλεύθερη ἀπό κάθε ἀναγκαιότητα καί δέσμευση ἐπιθυμίας, πόθου, ἡδονῆς, ἀπό κάθε ἔνστικτο ἀναπαραγωγῆς, διαιώνισης. Ἡ φυσική ἐνέργεια τῆς μητρότητας ἀπό αὐτονομημένη βιολογική λειτουργία μεταποιεῖται σέ προσωπικό γεγονός ἐλεύθερης   συγκατάθεσης, ὑπακοῆς στό Θεό, ἐγκατάλειψης στή δική του πρόνοια. Καί εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἐλευθερία ἀπό τή φυσική ἀναγκαιότητα πού ἀναδείχνει τήν Παναγία «καί μετά τόκον Παρθένον».

Λέμε στή γλώσσα τῆς Ἐκκλησίας, πώς ἡ ἕνωση τοῦ Θεοῦ μέ τόν ἄνθρωπο, ἡ σάρκωση τοῦ Θεοῦ Λόγου εἶναι γεγονός «ὑπέρ φύσιν». Κι αὐτό καταρχήν σημαίνει: γεγο­νός ἀμοιβαίας ἐλευθερίας (τοῦ Θεοῦ καί τοῦ ἀνθρώπου) ἀπό κάθε φυσικό προκαθορισμό. Στό πρόσωπο τῆς Πα­ναγίας Θεοτόκου «νενίκηνται τῆς φύσεως οἱ ὅροι», ἀναι­ρέθηκαν οἱ προϋποθέσεις καί ἀναγκαιότητες πού διέπουν τό κτιστό στήν αὐτονόμηση του ἀπό τό ἄκτιστο. Ἀλλά καί ὁ Ἄκτιστός, στή σάρκωσή τοῦ ἀπό τήν Παρθένο, ὑπερβαίνει τόν τρόπο τοῦ ἀκτίστου καί ἀρχίζει νά ὑπάρ­χει μέ τόν τρόπο τοῦ κτιστού: χρονούται ὁ ἄχρονος καί χωρεῖται ὁ ἀχώρητος καί νηπιάζει ὁ προαιώνιος καί προσλαμβάνει διαστατή ἀτομικότητα ὁ ἀναφής. Τό «ὑπέρ φύσιν» γιά τήν ἀνθρωπότητα εἶναι ἡ ἀποδέσμευση της ἀπό τούς περιορισμούς τῆς κτιστότητας καί τίς ἀναγκαι­ότητες τῆς μεταπτωτικῆς αὐτονομίας. Καί τό «ὑπέρ φύσιν» γιά τή Θεότητα εἶναι ἡ ἐλευθερία καί ἀπό τήν ἐλευθερία τῆς ἀπεριόριστης ὑπέρβασης κάθε προκαθορι­σμοῦ ἤ ἀνάγκης – εἶναι «ὑπέρ φύσιν»   τό γεγονός ὅτι ὁ Θεός «ἕως φύσεως ἐλήλυθεν, τουτέστιν, ἕως ἐκείνου ἔφθασε τοῦ ἀτιμοτέρου καί οὗπερ αὐτός οὐκ ἐκέκτητο» (Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Σχόλια εἰς τό περί θείων ὀνομάτων Ρ. Ο. 4, 2290) . Μέσα ἀπό τή διπλή αὐτή ὑπέρβαση ἀποκαλύπτεται τό μόνο γιά τήν Ἐκκλησία ἀπόλυτο ὑπαρκτικό γεγονός, πού εἶναι τό Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ καί ἡ εἰκόνα του ἡ ἀποτυπωμένη στήν  προσωπική ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου. 

Ἡ Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει στό πρόσωπο τῆς Παναγίας Θεοτόκου ἐκείνο τό κτίσμα, πού – μόνο αὐτό μέσα σέ ὅλη τή δημιουργία του Θεοῦ, τήν ὑλική καί πνευματική – ἔφτασε στήν πληρότητα τοῦ σκοποῦ γιά τόν ὁποῖο ὑπάρ­χει ἡ κτίση: στήν   πληρέστερη δυνατή ἑνότητα μέ τόν Θεό, στήν πληρέστερη πραγματοποίηση τῶν δυνατοτή­των τῆς ζωῆς.  Ἡ συγκατάθεσή της στή σάρκωση τοῦ Υἱοῦ δέν ἦταν μόνο ἕνας συντονισμός τῆς ἀνθρώπινης θέλησης μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ἕνα μοναδικό ὑπαρκτικό γεγονός ἀλληλοπεριχώρησης τῆς ζωῆς τοῦ κτιστοῦ καί τῆς ζωῆς τοῦ ἀκτίστου: Ἀξιώθηκε ἡ Πανα­γία νά μετάσχει κατά τή φυσική της ἐνέργεια (τήν ἐνέργεια τῆς θέλησης, ἀλλά καί τῆς    μητρότητας) στήν κοινή ἐνέργεια τῆς Θεότητας, δηλαδή στήν ἴδια τή ζωή τοῦ Θεοῦ. Ἡ φυσική της ζωή, τό αἷμα της, ἡ βιολογική λειτουργία τοῦ σώματός της̇ ταυτίστηκε μέ τή ζωή τήν ἐνεργούμενη στή σαρκωμένη ὑπόσταση τοῦ Θεοῦ Λόγου. Ὁ Θεός Λόγος ἔζησε ὑποστατικά ὡς μέρος τοῦ σώμα­τός της̇ μέ τή δική της σάρκα καί τό αἷμα, μέσα στή μήτρα της, ἔζησε ὁ Θεός, ταυτίστηκε ἡ δική της φυσική κτιστή ἐνέργεια μέ τήν ἐνέργεια ζωῆς τοῦ ἀκτίστου.

Καί δέν «δάνεισε» ἀπλῶς τίς βιολογικές της λει­τουργίες στόν Θεό Λόγο ἡ Θεοτόκος – γιατί δέν «δανεί­ζει» μιά μάνα τό σῶμα της στό παιδί της, ἀλλα οἰκοδο­μεῖ μέ τή σάρκα καί τό αἷμα της τήν ὕπαρξή του, ὅπως συγκροτεῖ καί τόν ψυχισμό τοῦ παιδιού της μέ τό θηλα­σμό, τό λόγο, τό χάδι, τή στοργή της. Ἡ Ἐκκλησία ἐπιμένει ὅτι ὁ Υἱός καί Λόγος του Θεού δέν προσέλαβε ἁπλῶς σάρκα κατά τήν ἐνανθρώπησή του, ἀλλά «σάρκα ἐμψυχωμένην ψυχῇ λογικῇ τέ καί νοερᾷ» (Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Περί πίστεως ὀρθοδόξου ΙΙΙ, 46), ὅπως εἶναι ἡ σάρκα κάθε ἀνθρωπίνου ἐμβρύου. Ὁ Χριστός προσέλαβε τήν ἀνθρώπιη φύση μέ τό σύνολο τῶν ἐνεργειῶν πού τή συνιστοῦν καί τήν ἐκφράζουν, σωματικῶν καί ψυχικῶν. Καί ἡ    συμβολή τῆς Θεοτόκου δέν σταματάει στήν οἰκο­δομή τῆς σαρκός τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά ἐκτείνεται καί σέ ὅ,τι θά μπορούσαμε νά ὀνομάσουμε συγκρότηση τοῦ ἀνθρώπινου ψυχισμοῦ του, ἀφοῦ ἡ μάνα εἶναι ἡ πηγή καί ἀφορμή γιά τήν ἄρθρωση τῶν πρώτων ψυχικῶν βιωμάτων, τῶν πρώτων ἐπιγνώσεων, τῶν πρώτων ψελλισμάτων, τῆς προοδευτικῆς εἰσόδου τοῦ παιδιοῦ στόν κόσμο τῶν ὀνομάτων καί τῶν συμβόλων, τόν κόσμο τῶν ἀνθρώπων.

  Μητέρα τοῦ Θεοῦ λοιπόν ἡ Παρθένος Μαρία ταύ­τισε στήν ὕπαρξή της, τή ζωή τοῦ κτιστοῦ μέ τή ζωή τοῦ ἀκτίστου, ἕνωσε στή δική της ζωή τήν κτίση μέ τόν Κτίστη της. Ἔτσι κάθε κτίσμα, ἡ σύμπασα δημιουργία τοῦ Θεοῦ, βρίσκει στό Πρόσωπό της τήν πύλη τῆς «ὄν­τως ζωῆς», τήν εἴσοδο πρός τό πλήρωμα τῶν ὑπαρκτικῶν δυνατοτήτων. «Ἐπ’ αύτῆ χαίρει πᾶσα ἡ κτίσις, ἀγγέλων τό σύστημα καί ἀνθρώπων τό γένος». Μέ τή γλώσσα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ποίησης, κάθε εἰκόνα συμπεριληπτική τῆς φύσης ἀποδίδεται στήν Παναγία, γιά νά δηλωθεῖ ἀκριβῶς ἡ συμπαντική ἀνακαίνιση τοῦ κτιστοῦ πού συντελέστηκε στό Πρόσωπό της. Εἶναι «οὐρανός» καί «γῆ ἀγαθή» καί «ὄρος ἀλατόμητον» καί «πέτρα ποτίζουσα τούς διψῶντας τήν ζωήν» καί «μήτρα εὐθηνοῦσα» καί «ἄρουρα βλαστάνουσα ἱλασμούς». Καί ἡ ἀπαράμιλλη «σημαντική» τῆς ὀρθόδοξης ἁγιογραφίας    μεταφέρει τήν εἰκαστική ὑποτύπωση αὐτῶν τῶν εἰκόνων ἄλλοτε στό σχέδιο καί ἄλλοτε στό χρῶμα, εἴτε βρεφοκρατούσα παριστάνει τή Θεοτόκο καί θρόνο τῆς Θεότητας, εἴτε δεομένη, εἴτε γλυκοφιλοῦσα, εἴτε «κεκλιμένη» στή Γέννηση τοῦ Χριστοῦ ἤ στή δική της κοίμηση. Εἶναι ἡ νέα Εὔα πού συγκεφαλαιώνει τή φύση ὄχι στήν «παρά φύσιν» αὐτονομία καί στό θάνατο, ἀλλά στήν «ὑπέρ φύσιν» μέθεξη τῆς Θεότητας καί στήν πραγματοποίηση τῆς αἰώνιας ζωῆς. Γιατί τό δικό της θέλημα ἀποκαθιστᾶ τό ὑπαρκτικό «τέλος» ἤ    σκοπό τῆς καθολικῆς δημιουργίας, δίνει νόημα καί ἐλπίδα στήν «ἀποκαραδοκία τῆς κτίσεως». Ὄταν οἱ πιστοί ζητοῦν τίς πρεσβεῖες τῆς Θεοτόκου γιά τή σωτηρία τους, δέν ζητοῦν κάποιο εἶδος δικανικῆς μεσιτείας, ἀλλά τή συμπερίληψη καί τῆς δικῆς τους ἀτελέσφορης θέλησης στό δικό της ζωοποιό θέλημα πού καταφάσκει τή σωτήρια ἀγάπη τοῦ σαρκωθέντος Θεοῦ.

 

Χρόνια Πολλά καί Εὐλογημένα!

 

Μετά πατρικῶν εὐχῶν

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΣΑΣ

 

+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ